στραγγίζομαι

στραγγίζομαι
στραγγίζομαι
1
στραγγίστηκα, στραγγισμένος βλ. πίν. 34
2
στραγγίχτηκα, στραγγισμένος βλ. πίν. 24
——————
Σημειώσεις:
στραγγίζομαι : η παθητική φωνή χρησιμοποιείται σπάνια, κυρίως με την έννοια με στραγγίζει κάποιος, με στουρώνει (π.χ. αφού στραγγιστούν τα μακαρόνια, σερβίρονται με βούτυρο).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στρεύγω — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «στραγγίζω, ἐξαντλῶ» 2. μτφ. στενοχωρώ, προξενώ λύπη 3. (κυρίως παθ.) στρεύγομαι α) αποβάλλομαι με τη μορφή σταγόνων μετά από πίεση, στραγγίζομαι β) μτφ. i) εξαντλούμαι, εξασθενώ ii) θλίβομαι, ταλαιπωρούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ηθώ — (Α ἠθῶ, έω και σπάν. τ. ἤθω) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω, σουρώνω, φιλτράρω αρχ. 1. παθ. ἠθοῡμαι, έομαι στραγγίζομαι, διυλίζομαι, καθαρίζομαι, φιλτράρομαι 2. μτφ. αφήνω κάτι να περάσει, να διέλθει («ἐκ τετρημένης [τὴν ῥῆσιν] ἠθεῑ» τήν αφήνει να… …   Dictionary of Greek

  • στραγγίζω — ΝΜΑ [στράγξ, γγός] 1. βγάζω το υγρό που περιέχεται σε κάτι συμπιέζοντας το ή αφήνοντας το να στεγνώσει με αποστάλαξη (α. «στραγγίζω τα ρούχα» β. «στραγγίζω ἐλαίας», Γεωπ. γ. «στραγγιεῑ τὸ αἷμα», ΠΔ) 2. διηθώ, σουρώνω (α. «στραγγίζω το κρασί» β.… …   Dictionary of Greek

  • συνδιηθούμαι — έομαι, Α στραγγίζομαι, σουρώνομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διηθῶ «στραγγίζω, διυλίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”